Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εμποτισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [εμποτίζω]
2 connatura`to
3 gronda`nte
4 imbevu`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμποτίζω εμποτισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---