Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εμψυχώνομαι
ρήμα παθητικό

1 anima`rsi
2 rinfranca`rsi

εμψυχώνω  
ρήμα μεταβατικό

rianim`are, incoraggi`are τα λόγια τον εμψύχωσαν το στράτευμα == le sue parole rianimarono la truppa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  έμψυχος εμψύχωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---