Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έμψυχος  
επίθετο

anima`to, vivo, vive`nte έμψυχα όντα == esseri viventi / animati | έμψυχο υλικό == materiale umano

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμφωλεύω εμψυχώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---