Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεμφυτεύομαι
ρήμα παθητικό εμφυτεύω ρήμα μεταβατικό 1 pianta`re 2 ((figurato)) inculca`re του εμφύτευσαν την ιδέα της ελευθερίας της == gli hanno inculcato l'idea della libertà permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |