Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εμψυχωτής  
ουσιαστικό αρσενικό

animato`re ~m~

εμψυχώτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [εμψυχωτής ^-ή, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμψύχωση εμψυχωτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---