Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εμψύχωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 confo`rto ~m~
2 incoraggiame`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμψυχώνω εμψυχωτής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---