Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ελάττωση  
ουσιαστικό θηλυκό

diminuzio`ne ~f~, riduzio`ne ~f~ ελάττωση εισπράξεων == diminuzione degli incassi | ελάττωση των φόρων == riduzione delle tasse

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Ελαττώνων ελαύνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---