Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ελαττωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [ελαττώνω]
2 abbassa`to
3 menoma`to
4 rido`tto
5 ristre`tto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ελαττωματικότητα ελαττώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---