Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόελαττώνομαι
ρήμα παθητικό 1 abbassa`rsi 2 accorcia`rsi 3 cala`re, decre`scere 4 diminui`re, diminui`rsi 5 scema`re 6 declina`re ελαττώνω ρήμα μεταβατικό diminui`re, ridu`rre δεν μπoρεί να ελαττώσει το κάπνισμα == non può ridurre il numero delle sigarette che fuma permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |