Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκτροχιασμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 deragliame`nto ~m~ 2 ((figurato)) traligname`nto ~m~, degenerazio`ne ~f~, il passa`re ~m~ il segno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |