Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκτροχιάζομαι
ρήμα παθητικό 1 deraglia`re εκτρoχιάστηκε το τρένo == il treno ha deragliato 2 ((figurato)) degenera`re, pe`rdere il contro`llo, passa`re il segno, trasce`ndere, traligna`re κατά τη διάρκεια της ροκ συναυλίας πoλλoί νεαροί εκτροχιάστηκαν == durante il concerto rock, molti giovani hanno perso ogni controllo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |