Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκτρέπομαι
ρήμα παθητικό 1 usci`re fuo`ri di strada, sbanda`re το αυτοκίνητο εξετράπη της πορείας του == la macchina è uscita di strada 2 ((figurato)) pe`rdere il contro`llo di sé, lascia`rsi anda`re εκτρέπομαι σε άπρεπα σχόλια == lasciarsi andare a commenti sconvenienti εκτρέπω ρήμα μεταβατικό 1 devia`re, far devia`re εξέτρεψαν την κοίτη του ποταμού == hanno deviato il letto del fiume 2 ((figurato)) disto`gliere, svia`re εχτρέπω ρήμα μεταβατικό variante di [εκτρέπω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |