Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκτρέφομαι
ρήμα παθητικό 1 alleva`re εκτρέφω πουλερικά == allevare pollame 2 ((figurato)) nutri`re εκτρέφω μίσος για κάποιον == nutrire odio per qualcuno εκτρέφω ρήμα μεταβατικό alleva`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |