Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκτράχυνση
ουσιαστικό θηλυκό inasprime`nto ~m~, peggiorame`nto ~m~, scadime`nto ~m~ ((anche in senso figurato)) εκτράχύνση του πολιτικού βίου == scadimento della vita politica permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |