Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόείλωτας
ουσιαστικό αρσενικό 1 storia ilota ~mf~ 2 ((figurato)) schia`vo ~m~ δουλεύει σαν είλωτας == lavora come uno schiavo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |