Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόειλικρίνεια
ουσιαστικό θηλυκό sincerità ~f~, franche`zza ~f~, schiette`zza ~f~ αφοπλιστική ειλικρίνεια == sincerità disarmante permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |