Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ειλικρίνεια  
ουσιαστικό θηλυκό

sincerità ~f~, franche`zza ~f~, schiette`zza ~f~ αφοπλιστική ειλικρίνεια == sincerità disarmante

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ειλικρινά! ειλικρινέστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---