Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δώρο  
ουσιαστικό ουδέτερο

rega`lo ~m~; dono ~m~ το δώρο των Χριστουγέννων==la tredicesima+++είναι δώρον άδωρον==è un'offerta, un regalo inutile || non conviene, non ne vale la pena

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δωρισμένος δωροδοκημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---