Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δωροδοκώ  
ρήμα μεταβατικό

corro`mpere (con dena`ro) δωροδόκησαν για να εξασφαλίσουν τη σιωπή του==l'hanno pagato per tappargli la bocca

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δωροδοκούμενος δωροδοκών  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---