Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδωροδοκώ
ρήμα μεταβατικό corro`mpere (con dena`ro) δωροδόκησαν για να εξασφαλίσουν τη σιωπή του==l'hanno pagato per tappargli la bocca permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |