Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δοσίλογος
ουσιαστικό αρσενικό

lo stesso che [δωσίλογος ^-ου, η^]

δωσίλογος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 chi è tenu`to a re`ndere co`nto del suo opera`to
2 storia collaborazioni`sta ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δόση δοσιμετρία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---