Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδοσίλογος
ουσιαστικό αρσενικό lo stesso che [δωσίλογος ^-ου, η^] δωσίλογος ουσιαστικό αρσενικό 1 chi è tenu`to a re`ndere co`nto del suo opera`to 2 storia collaborazioni`sta ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |