Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δωρίζω  
ρήμα μεταβατικό

regala`re; dona`re δώρισε την περιουσία του στο κράτος==ha donato il suo patrimonio allo stato | μου δώρισαν ένα δαχτυλίδι==mi hanno regalato un anello

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Δωριείς δωρικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---