Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδωρητής
ουσιαστικό αρσενικό donato`re ~m~ δωρητής σώματος==donatori di organi δωρήτρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [δωρητής ^-ή, ο^] 2 donatri`ce ~f~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο δωρητής οργάνων = donatore [αρσ.] di organi Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |