Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δωρεά  
ουσιαστικό θηλυκό

donazio`ne ~f~; offerta ~f~ κάνω δωρεά σε νοσοκομείο==fare una donazione a un ospedale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δωράκι δωρεάν  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---