Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδόση
ουσιαστικό θηλυκό 1 il dare 2 dose ~f~ υπερβολική δόση==dose esagerata, overdose 3 καταβολής ra`ta αγοράζω με δόσεις==comprare a rate 4 ((per estensione)) pi`zzico ~m~; pi`ccola quantità ~f~ το είπε με μια δόση ειρωνίας ==lo ha detto con un pizzico di ironia permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαπληρώνω με δόσεις = pagare a rate Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |