Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δορυφόρος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 storia gua`rdia ~f~ del corpo
2 astronomia sate`llite ~m~
3 ((figurato)) sate`llite ~m~; segua`ce ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δορυφοροποιώ δοσάς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---