Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιατρύπηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 foratu`ra ~f~ 2 perforame`nto ~m~ 3 perforazio`ne ~f~ 4 trafittu`ra ~f~ 5 traforazio`ne ~f~ 6 trafo`ro ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |