Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαυγέστατος
επίθετο superlativo di [διαυγής] διαυγέστερος επίθετο comparativo di [διαυγής] διαυγής επίθετο 1 traspare`nte; li`mpido διαυγής ουρανός==cielo limpido 2 ((figurato)) chiaro; terso; li`mpido διαυγές ύφος==stile limpido, trasparente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |