Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δίαυλος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 passa`ggio ~m~ stretto; stretto`ia ~f~
2 stretto ~m~; cana`le ~m~
3 televisione cana`le ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαυγής διαφαίνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---