Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαφάνεια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 fisica traspare`nza ~f~ η διαφάνεια των νερών==la trasparenza dell'acqua
2 ((figurato)) chiare`zza ~f~; traspare`nza ~f~ ο λαός απαιτεί διαφάνεια στην πολιτική==in politica, il popolo esige chiarezza
3 fotografia diapositi`va ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαφαίνομαι διαφανής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---