Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαφεύγω
ρήμα αμετάβατο sfuggi`re διέφυγε τον κίνδυνο==è sfuggito al pericolo | διέφυγε την προσοχή μου==è sfuggito alla mia attenzione | οι τρομοκράτες κατάφεραν να διαφύγουν από τούς αστυνομικούς==i terroristi sono riusciti a sfuggire alla polizia+++μου διαφεύγει==mi sfugge permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαπροσπαθώ να διαφύγω = tentare la fuga Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |