Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαφθορά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 corruzio`ne ~f~; depravazio`ne ~f~ διαφθορά των ηθών==corruzione dei costumi
2 diritto corruzio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαφθείρω διαφθορέας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---