Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαφορά
ουσιαστικό θηλυκό 1 differe`nza ~f~; diversità ~f~ διαφορά νοοτροπίας==differenza di mentalità 2 disse`nso ~m~; contra`sto ~m~ έλυσαν φιλικά τις διαφορές τους==hanno risolto amichevolmente i loro contrasti 3 differe`nza ~f~ η διαφορά είναι μόνο χίλιες δραχμές==la differenza è di sole mille dracme 4 matematica differe`nza ~f~; resto ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |