Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαφημιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 chi lavo`ra nella pubblicità
2 age`nte ~m~ pubblicita`rio

διαφημίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [διαφημιστής ^-ής, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαφημιστές διαφημιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---