Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαφθείρομαι
ρήμα παθητικό

1 corro`mpersi
2 degenera`re
3 imbastardi`rsi

διαφθείρω  
ρήμα μεταβατικό

1 corro`mpere; perverti`re, deprava`re διαφθείρω τη νεολαία==corrompere la gioventù
2 αποπλανώ sedu`rre διέφθειρε μια ανήλικη==ha sedotto una minorenne
3 corro`mpere διέφθειραν το δικαστή==hanno corrotto il giudice

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαφημίστρια διαφθορά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---