Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαύγεια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 limpide`zza ~f~ η διαύγεια των νερών μιας πηγής==la limpidezza delle acque di una sorgente
2 traspare`nza ~f~; limpide`zza ~f~ ατμοσφαιρική διαύγεια==la limpidezza dell'aria
3 ((figurato)) lucidità ~f~ πνευματική διαύγεια==lucidità mentale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διατύπωση διαυγέστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---