Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διατροφή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 alimentazio`ne ~f~ πρέπει ν' αλλάξεις τη διατροφή σου==devi cambiare la tua alimentazione
2 diritto alime`nti ~mp~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διατρίβω διατροφικός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα είδη διατροφής = generi [αρσ. πλυθ.] alimentari || η πλήρης διατροφή = pensione [θηλ.] completa


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---