Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιάτρηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 perforazio`ne ~f~ 2 medicina perforazio`ne ~f~ διάτρηση στομάχου==perforazione dello stomaco διάτρησις ουσιαστικό θηλυκό variante letteraria di [διάτρηση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |