Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδημοπρατώ
ρήμα μεταβατικό 1 me`ttere all'asta 2 indi`re una gara d'appa`lto το υπουργείο θα δημοπρατήσει την κατασκευή του μετρό==il ministero si propone di indire un' asta per la costruzione della metropolitana permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |