Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
δημοσιογράφος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
giornali`sta ~mf~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< δημοσιογραφικός
δημοσιογραφώ >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
δημοσιεύσιμος
[επίθ.]
δημοσιεύω
{δημοσίευ-...
δημόσιο
{-ου κ. -ί...
δημοσιογραφία
{χωρ. πληθ...
δημοσιογραφικός
[επίθ.]
δημοσιογράφος
[ουσ αρσ και θηλ.]
δημοσιογραφώ
{δημοσιογρ...
δημοσιολογία
[θηλ.ουσ]
δημοσιολόγος
[ουσ αρσ και θηλ.]
δημοσιονομία
[θηλ.ουσ]
δημοσιονομικός
[επίθ.]
δημοσιοποιημένος
[επίθ.]
δημοσιοποίηση
[θηλ.ουσ]
δημοσιοποιώ
{-είς...} ...
δημόσιος
{-ου κ. -ί...
δημοσιότητα
{χωρ. πληθ...
δημοσίως
[επίρ.]
δημοσκόπηση
{-ης κ. -ή...
δημοσκοπικός
[επίθ.]
δημοσκοπώ
[-είς, -εί...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis