Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδημόσιος
επίθετο 1 pu`bblico δημόσια συζήτηση==dibattito pubblico | δημόσιος κίνδυνος==pericolo pubblico | δημόσιο πρόσωπο==personaggio (pubblico) 2 stata`le; pu`bblico δημόσια εκπαίδευση==istruzione pubblica | δημόσιο σχολείο==scuola statale | ο δημόσιος τομέας==il settore pubblico | δημόσιος υπάλληλος==impiegato statale | δημόσιος άνδρας==funzionario 3 pu`bblico; comu`ne δημόσιος χώρος==luogo pubblico+++δημόσιες σχέσεις==pubbliche relazioni permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο δημόσιος κήπος = giardino [αρσ.] pubblico || ο δημόσιος υπάλληλος = impiegato [αρσ.] statale || ο δημόσιος χώρος = luogo [αρσ.] pubblico || τα δημόσια μέσα μεταφοράς = mezzi [αρσ. πλυθ.] pubblici || το δημόσιο σχολείο = scuola [θηλ.] pubblica || τα ομόλογα του δημοσίου = titoli [αρσ. πλυθ.] di stato Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |