Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δημότης  
ουσιαστικό αρσενικό

cittadi`no ~m~; abita`nte ~m~ δημότης Σπάρτης==cittadino di Sparta | επίτιμος δημότης==cittadino onorario

δημότις
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [δημότισσα ^-ας, η^]

δημότισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [δημότης ^-η, ο^]
2 cittadi`na ~f~; abita`nte ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δημοσκοπώ δημοτική  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---