δημότης
ουσιαστικό αρσενικό
cittadi`no ~m~; abita`nte ~m~ δημότης Σπάρτης==cittadino di Sparta | επίτιμος δημότης==cittadino onorario
δημότις
ουσιαστικό θηλυκό
variante letteraria di [δημότισσα ^-ας, η^]
δημότισσα
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [δημότης ^-η, ο^]
2 cittadi`na ~f~; abita`nte ~f~