Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δημοτικιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

sostenito`re ~m~ del greco mode`rno popola`re

δημοτικίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [δημοτικιστής ^-ή, ο^]
2 sostenitri`ce ~f~ del greco mode`rno popola`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δημοτική δημοτικό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---