Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδεξιά
ουσιαστικό θηλυκό de`stra ~f~ δεξιά επίρρημα 1 a destra στρίψε δεξιά==gira a destra! 2 politica a destra οι εκλογείς στράφηκαν δεξιά==l'elettorato ha fatto una svolta a destra 3 ((figurato)) bene; favorevolme`nte ο Θεός να σ' τα φέρει δεξιά==che Dio te la mandi buona! | όλα ήρθαν δεξιά==tutto è andato bene, tutto è andato nel migliore dei modi permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαένα κόμμα της δεξιάς = un partito [αρσ.] di destra || στρίβω δεξιά = voltare a destra Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |