Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδεξιοτέχνης
ουσιαστικό αρσενικό perso`na ~f~ abile; virtuo`so ~m~; mae`stro ~m~ δεξιοτέχνης αγγειοπλάστης==abile vasaio | δεξιοτέχνης του βιολιού==virtuoso del violino δεξιοτέχνις ουσιαστικό θηλυκό variante letteraria di [δεξιοτέχνισσα ^-ας, η^] δεξιοτέχνισσα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [δεξιοτέχνης ^-η, ο^] 2 perso`na ~f~ abile; virtuo`sa ~f~; mae`stra ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |