Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδεξιός
επίθετο 1 de`stro δεξί μάτι==occhio destro | δεξί αυτί==orecchio destro 2 che usa la mano destra 3 politica di de`stra; reaziona`rio ο παππούς είναι δεξιός==il nonno è di destra δεξιός ουσιαστικό αρσενικό 1 chi usa la mano destra 2 politica perso`na ~f~ di de`stra; reaziona`rio ~m~ δεξιότατος επίθετο superlativo di [δεξιός] δεξιότερος επίθετο comparativo di [δεξιός] δεξιώτατος επίθετο superlativo di [δεξιός] δεξιώτερος επίθετο comparativo di [δεξιός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |