Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δεξαμενή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ciste`rna ~f~; depo`sito ~m~
2 baci`no ~m~ di carena`ggio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δένω δεξαμενίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---