Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δενδρύλλιο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 albere`llo ~m~
2 arbosce`llo ~m~
3 virgu`lto ~m~

δεντρύλλιο
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [δενδρύλλιο]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δενδροχρονολόγηση δέντρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---