Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δέντρο  
ουσιαστικό ουδέτερο

a`lbero ~m~ φυτεύω ένα δέντρο==piantare un albero | χριστουγεννιάτικο δέντρο==albero di Natale | γενεαλογικό δέντρο==albero genealogico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δεντρί δεντροκαλλιεργητικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---