Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδάφνη
ουσιαστικό θηλυκό 1 botanica allo`ro ~m~ 2 ((figurato)) glo`ria ~f~; allo`ro ~m~; ono`re ~m~; la`uro ~m~ έδρεψε τις δάφνες των κόπων του==ha mietuto il frutto delle sue fatiche | επαναπαύομαι στις δάφνες μου==adagiarsi sugli allori permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |