Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δαχτυλίδι  
ουσιαστικό ουδέτερο

ane`llo ((anche in senso figurato)) δαχτυλίδι αρραβώνων==anello di fidanzamento | δαχτυλίδια καπνού==anelli di fumo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δαχτυλιδένιος δάχτυλο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---