Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδαχτυλιδένιος
επίθετο 1 a forma di ane`llo; anula`re 2 ((figurato)) stretto; sotti`le δαχτυλιδένια μέση==vita stretta; vitino di vespa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |